Anonymous

παρακρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_14)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρύπτω]] πλησίον ἢ [[ἀποκρύπτω]],ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς [[πράττω]], Διόδ. 18. 19˙ - Mέσ., κρύπτομαιπλησίον σου, Διογ. Λ. 2. 131.
|lstext='''παρακρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρύπτω]] πλησίον ἢ [[ἀποκρύπτω]],ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς [[πράττω]], Διόδ. 18. 19˙ - Mέσ., κρύπτομαιπλησίον σου, Διογ. Λ. 2. 131.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μέσ.</b> <i>παρακρύπτομαι</i><br />κρύβομαι [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρύβω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[αποκρύπτω]] [[κάτι]].
}}
}}