Anonymous

παραδοχή: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recevoir d’un autre, réception.<br />'''Étymologie:''' [[παραδέχομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recevoir d’un autre, réception.<br />'''Étymologie:''' [[παραδέχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να παραδέχεται [[κανείς]] [[κάτι]], η [[συμφωνία]] για [[κάτι]] ότι [[είναι]] σωστό ή αληθινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], η [[αποδοχή]], η [[παραλαβή]]<br /><b>2.</b> [[αντίληψη]]<br /><b>3.</b> κληρονομική [[μεταβίβαση]], προγονική [[παράδοση]] («πατρίους παραδοχὰς ἅς θ' ὁμήλικας χρόνῳ κεκτήμεθα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συγκατάθεση]] σε [[κάτι]] («αἵρεσιν καὶ παραδοχὴν τῶν τοιούτων ὑπομνημάτων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποδοχή]] χρήσης ενός τύπου<br /><b>6.</b> [[εγγραφή]] σε κατάλογο προσώπων τα οποία γίνονται αποδεκτά σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> επιτρεπόμενη [[πίστωση]] ή [[έκπτωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δοχή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[δοχή]], <i>υπο</i>-[[δοχή]].
}}
}}