Anonymous

παρανεύω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_2)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανεύω''': [[νεύω]], [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Ἱππιατρ.
|lstext='''παρανεύω''': [[νεύω]], [[κλίνω]] πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γέρνω]] [[πότε]] στο ένα και [[πότε]] στο [[άλλο]] [[μέρος]], [[εκτελώ]] παλινδρομική [[κίνηση]], ταλαντεύομαι («παρανεύουσα [[ατμομηχανή]]» — [[μηχανή]] [[χωρίς]] διωστήρα της οποίας ο [[κύλινδρος]] κινείται ελεύθερα [[γύρω]] από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[νεύω]], [[κλίνω]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]].
}}
}}