Anonymous

παραναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d’auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d’auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[αναδύομαι]]<br />[[αναδύομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[βγαίνω]] από [[κάπου]] έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}