Anonymous

παραναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_13b)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, κατορθώνω τι διὰ τῆς βίας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13· -π. ὀστέα, [[ἐξαναγκάζω]] τὰ [[ἄκρα]] αὐτῶν νὰ συνενωθῶσι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800 (ἕτερον καταναγκ-).
|lstext='''παρᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, κατορθώνω τι διὰ τῆς βίας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13· -π. ὀστέα, [[ἐξαναγκάζω]] τὰ [[ἄκρα]] αὐτῶν νὰ συνενωθῶσι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800 (ἕτερον καταναγκ-).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[αναγκάζω]]<br /><b>1.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με βίαιο τρόπο<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[άλλο]] αναγκάζοντας το («εἰ ἐγχρίπτων τις ἐς ἄλληλα τὰ ὀστέα παραναγκάζειν πειρᾱται», Ιπποκρ.).
}}
}}