Anonymous

παράμιλλος: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράμιλλος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] ἅμιλλαν, [[πέραν]] ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..).
|lstext='''παράμιλλος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] ἅμιλλαν, [[πέραν]] ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[εκτός]] άμιλλας, [[εκτός]] συναγωνισμού, [[απαράμιλλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄμιλλα</i>].
}}
}}