Anonymous

παραλληλίζω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραλληλίζω''': ἐπὶ παραθέσεως, [[ἤτοι]] συγκρίσεως, [[τίθημι]] δύο πράγματα [[ἐγγὺς]] [[ἀλλήλων]] καὶ [[συγκρίνω]] αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ.
|lstext='''παραλληλίζω''': ἐπὶ παραθέσεως, [[ἤτοι]] συγκρίσεως, [[τίθημι]] δύο πράγματα [[ἐγγὺς]] [[ἀλλήλων]] καὶ [[συγκρίνω]] αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜ [[παράλληλος]]<br />[[θέτω]], [[τοποθετώ]] πράγματα [[κατά]] τρόπο ώστε να [[είναι]] παράλληλα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[παραβάλλω]] δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις [[μεταξύ]] τους ομοιότητες ή διαφορές, [[συγκρίνω]]<br /><b>2.</b> [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>γεωγρ.</b> [[προσανατολίζω]] [[χάρτη]].
}}
}}