Anonymous

παραπιέζω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_13b)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπιέζω''': μέλλ. -έσω, [[πιέζω]] ἐκ τοῦ πλαγίου, ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192.
|lstext='''παραπιέζω''': μέλλ. -έσω, [[πιέζω]] ἐκ τοῦ πλαγίου, ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πιέζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιέζω]] από τα [[πλάγια]].
}}
}}