Anonymous

παρασκευαστής: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui prépare : ministre, serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui prépare : ministre, serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />θηλ. -στρια, Ν [[παρασκευάζω]]<br />αυτός που παρασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, [[βοηθός]] καθηγητή ο [[οποίος]] ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
}}
}}