Anonymous

παράσειρος: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve à côté, sur le côté, de chaque côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], σεῖρα.
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve à côté, sur le côté, de chaque côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], σεῖρα.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράσειρος]], -ον, ΝΑ<br />(για άλογα) αυτός που δεν [[είναι]] ζευγμένος [[αλλά]] δεμένος στα [[πλάγια]] του κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. [[σειραφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράπλευρος]], αυτός που βρίσκεται στο [[πλευρό]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παράσειρα</i><br />οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σειρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>σειρος</i>].
}}
}}