Anonymous

παρατράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_18)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατράχηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.
|lstext='''παρατράχηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το [[κεφάλι]] του να κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που ο τράχηλός του γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]].
}}
}}