Anonymous

παρατηρήσιμος: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_14)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατηρήσιμος''': ὁ, ἡ, ὃν παρατηρεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀποφράδας.
|lstext='''παρατηρήσιμος''': ὁ, ἡ, ὃν παρατηρεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀποφράδας.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παρατηρήσιμος]], -ον, ΝΑ [[παρατήρησις]]<br />αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί.
}}
}}