Anonymous

παραφυάδιον: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραφυάδιον''': τὸ ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἑρμαῖ.
|lstext='''παραφυάδιον''': τὸ ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἑρμαῖ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παραφυάς]], -[[άδος]]]<br />(υποκορ. του [[παραφυάς]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> μικρή [[παραφυάδα]].
}}
}}