Anonymous

παράτυπος: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_16)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράτῠπος''': -ον, [[παράσημος]] Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1115.- Ρῆμα παρατῠπόομαι, ἐν μέσ. σημασίᾳ, Γ΄, 86· - μεταφορ., ἐπὶ παραποιήσεως τῆς πίστεως, ὁ τῆς πίστεως Λόγος παρατετυπωμένος Βασίλ. τ. 1, σ. 854Β.
|lstext='''παράτῠπος''': -ον, [[παράσημος]] Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1115.- Ρῆμα παρατῠπόομαι, ἐν μέσ. σημασίᾳ, Γ΄, 86· - μεταφορ., ἐπὶ παραποιήσεως τῆς πίστεως, ὁ τῆς πίστεως Λόγος παρατετυπωμένος Βασίλ. τ. 1, σ. 854Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράτυπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή έγινε [[παρά]] τους τύπους, [[παρά]] τους κανόνες, που αποτελεί [[παράβαση]] τών τύπων, [[παράνομος]], μή [[νομότυπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />παραχαραγμένος, [[κίβδηλος]] («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρατύπως</i> ΝΑ, και <i>παράτυπα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο παράτυπο, [[παρά]] τους τύπους, [[παράνομα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[αντί]]-<i>τυπος</i>].
}}
}}