3,277,119
edits
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, έν;<br />qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.<br />'''Étymologie:''' [[παραφύω]]. | |btext=ής, έν;<br />qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.<br />'''Étymologie:''' [[παραφύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ [[παραφύω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραφυές</i><br />η [[παραφυάδα]] («συμβαίνει τήν ρητορικήν [[οἷον]] παραφυές τι τῆς διαλεκτικής [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |