Anonymous

παραφυής: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, έν;<br />qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.<br />'''Étymologie:''' [[παραφύω]].
|btext=ής, έν;<br />qui croît auprès ; τὸ παραφυές ramification.<br />'''Étymologie:''' [[παραφύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ [[παραφύω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραφυές</i><br />η [[παραφυάδα]] («συμβαίνει τήν ρητορικήν [[οἷον]] παραφυές τι τῆς διαλεκτικής [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}