Anonymous

παρεμπλέκω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_1)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεμπλέκω''': [[ἐμπλέκω]] μετά τινος ἢ [[μεταξύ]], Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι [[μεταξύ]], Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
|lstext='''παρεμπλέκω''': [[ἐμπλέκω]] μετά τινος ἢ [[μεταξύ]], Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι [[μεταξύ]], Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[εμπλέκω]]<br /><b>1.</b> [[μπλέκω]] με [[κάτι]] ή [[μεταξύ]] κάποιων πραγμάτων<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρεμπλέκομαι</i><br />α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με [[κάτι]], περιέχομαι σε [[κάτι]]<br />β) [[είμαι]] αναμεμιγμένος σε [[κάτι]]<br />γ) [[εισάγω]] άνδρες στην [[τάξη]] του στρατεύματος<br /><b>3.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ενυφαίνω]] («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}