Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρηγορητικός: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_12)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]].
|lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρηγορητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παρηγορώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παρηγοριά]] ή αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να παρηγορεί, [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπραϋντικός]] («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρηγορικός]], [[ενθαρρυντικός]].
}}
}}