3,241,698
edits
(6_12) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]]. | |lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρηγορητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παρηγορώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παρηγοριά]] ή αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να παρηγορεί, [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπραϋντικός]] («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρηγορικός]], [[ενθαρρυντικός]]. | |||
}} | }} |