Anonymous

παρεκλείπω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_2)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκλείπω''': [[παραλείπω]], καὶ γὰρ εἰσὶ (πράξεις) ἃς παρεξέλιπον Ἀριστείδ. 1. 171. ΙΙ. [[ἐκλείπω]], [[ἐπεὶ]] παρεξέλιπον αὐτοὺς τὰ βρώματα αὐτῶν Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 12).
|lstext='''παρεκλείπω''': [[παραλείπω]], καὶ γὰρ εἰσὶ (πράξεις) ἃς παρεξέλιπον Ἀριστείδ. 1. 171. ΙΙ. [[ἐκλείπω]], [[ἐπεὶ]] παρεξέλιπον αὐτοὺς τὰ βρώματα αὐτῶν Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 12).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραλείπω]], [[παρέρχομαι]], [[παρατρέχω]]<br /><b>2.</b> [[λείπω]], [[απολείπω]], [[εκλείπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλείπω]] «[[παραλείπω]], [[εγκαταλείπω]]»].
}}
}}