Anonymous

παρημελημένως: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρημελημένως''': Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.
|lstext='''παρημελημένως''': Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> απερίσκεπτα, αμελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρημελημένος</i> του <i>παραμελῶ</i>].
}}
}}