Anonymous

παρήκω: Difference between revisions

From LSJ
1,575 bytes added ,  29 September 2017
31
(SL_2)
(31)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[παρήκω]] παρήκει (v. l. παρίκει) (P. 6.43)
|sltr=[[παρήκω]] παρήκει (v. l. παρίκει) (P. 6.43)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> εκτείνομαι [[κατά]] [[μήκος]], βρίσκομαι παραπλεύρως κάποιου («παρήκουσι παρὰ πᾱσαν τὴν θάλασσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζομαι]], [[εξέρχομαι]]<br /><b>3.</b> (για μακρά ποιήματα) [[φθάνω]] σε [[μήκος]]<br /><b>4.</b> (για τον χρόνο) έχω παρέλθει, έχω περάσει («ὁ παρήκων [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]] που έχει ήδη περάσει, το [[παρελθόν]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[μέλλον]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πυρετό) εμφανίζομαι περιοδικά, [[διαλείπω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]] σε ένα [[τέλος]], [[τελειώνω]] («παρήκοντος ἤδη τοῡ πολέμου», Παρθ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁ παρήκων [[χρόνος]]» ἡ «τὸ παρῆκον τοῡ χρόνου» — ο [[χρόνος]] που ήδη διέρχεται ή ο [[χρόνος]] που [[μόλις]] έχει περάσει σε [[σχέση]] με αυτόν που πρόκειται να ακολουθήσει, δηλ. με το [[παρόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> (ενεστ. με σημ. παρακμ. «έχω έρθει»)].
}}
}}