Anonymous

παροπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> παρώπλικα;<br />désarmer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁπλίζω]].
|btext=<i>pf.</i> παρώπλικα;<br />désarmer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁπλίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[πλοίο]] σε [[κατάσταση]] παροπλισμού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιορίζω]] στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν του [[αναθέτω]] [[κάτι]] σημαντικό ή ανάλογο [[προς]] τη [[θέση]] του να κάνει<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παροπλισμένος</i> και [[παρωπλισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[πλοίο]]) αυτό που παραμένει σε [[κατάσταση]] παροπλισμού<br />β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) [[εκείνος]] στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική [[περικοπή]] δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων<br />(μσν. αρχ.) [[αφοπλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] από το [[πλοίο]] τα ξάρτια και τα [[κουπιά]], [[ξαρματώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παροπλίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[περιορίζω]] τις δραστηριότητες μου ή την [[έκφραση]] τών απόψεών μου.
}}
}}