Anonymous

παροχετεύω: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=dériver par un autre canal ; <i>en mauv. part</i> dériver furtivement <i>ou</i> suivant une mauvaise direction.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀχετεύω]].
|btext=dériver par un autre canal ; <i>en mauv. part</i> dériver furtivement <i>ou</i> suivant une mauvaise direction.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀχετεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αλλάζω]], [[μεταστρέφω]] τη ροή υγρού, [[διοχετεύω]] από κεντρικό αγωγό οχετό ή [[διώρυγα]] σε διπλανό αγωγό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[παροχετεύω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]]» — [[μεταφέρω]] ηλεκτρικό [[ρεύμα]] από το πλησιέστερο [[κέντρο]] διανομής σε [[σύστημα]] αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαντώ]] με υπεκφυγές, [[ξεγλιστρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀχετεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]])].
}}
}}