3,256,975
edits
(6_3) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰτάνη''': [τᾰ], ἡ, [[εἶδος]] ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων [[βατάνη]], -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[πετάννυμι]], πρβλ. [[πάταχνον]], [[πάτελλα]], Λατ. patina, pateila.) | |lstext='''πᾰτάνη''': [τᾰ], ἡ, [[εἶδος]] ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων [[βατάνη]], -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[πετάννυμι]], πρβλ. [[πάταχνον]], [[πάτελλα]], Λατ. patina, pateila.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[καραβάνα]] τών ναυτών [[κατά]] τα παλαιότερα [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ρηχού πιάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια [[σειρά]] λέξεων που δηλώνουν όργανο, [[σκεύος]], με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>χο</i>-<i>άνη</i>, <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>patera</i>. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η [[σχέση]] τών δύο τ. [[είναι]] [[σχέση]] δανείου (δηλ. το λατ. <i>patera</i> να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του <i>patina</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>pattar</i> «[[καλάθι]] στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. [[πατάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πετάνᾱ</i>) συνδέεται με το θ. του [[πετάννυμι]], [[άποψη]] [[ωστόσο]] που δεν ικανοποιεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Η ύπαρξη, [[τέλος]], του σικελ. τ. [[βατάνη]] μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένη [[λέξη]]]. | |||
}} | }} |