Anonymous

παρορμητικός: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρορμάω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρορμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρορμητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ενέργεια]] και στο [[αποτέλεσμα]] του [[παρορμώ]], [[προτρεπτικός]] (α. παρορμητικά [[λόγια]]» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο της συνείδησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν [[προτροπή]], [[παρακίνηση]], όπως λ.χ. [[ὀτρύνω]], [[ἐρεθίζω]] κ.ά.
}}
}}