Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρόραμα: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bévue, méprise.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bévue, méprise.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παρορώ]]<br />[[λάθος]] από [[αβλεψία]], από [[έλλειψη]] προσοχής, [[αβλέπτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λάθος]] τυπογραφικό ή [[σφάλμα]] [[κατά]] τη [[δακτυλογράφηση]] κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κάτι]] που αξίζει να το παραβλέπει, να το περιφρονεί [[κανείς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] που παραλείφθηκε<br /><b>2.</b> ηθικό [[σφάλμα]], [[αμάρτημα]].
}}
}}