Anonymous

πατριάζω: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_1)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατριάζω''': (πατὴρ) [[ὁμοιάζω]] πρὸς τὸν πατέρα μου, [[πράττω]] τι ὡς [[αὐτός]], μιμοῦμαι τὸν πατέρα, Λατ. patrissare, «καὶ πατριάζειν δέ τι ἔλεγον Ἀθηναῖοι, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» [[Πολυδ]]. Γ΄, 10, Κύριλλ.· πρβλ. [[πατρώζω]].
|lstext='''πατριάζω''': (πατὴρ) [[ὁμοιάζω]] πρὸς τὸν πατέρα μου, [[πράττω]] τι ὡς [[αὐτός]], μιμοῦμαι τὸν πατέρα, Λατ. patrissare, «καὶ πατριάζειν δέ τι ἔλεγον Ἀθηναῖοι, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» [[Πολυδ]]. Γ΄, 10, Κύριλλ.· πρβλ. [[πατρώζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πατήρ]], -<i>τρός</i>]<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) «πατριάζειν δὲ τι ἔλεγον οἱ Ἀθηναῑοι τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν»<br /><b>2.</b> [[μοιάζω]] με τον [[πατέρα]] μου, [[μιμούμαι]] τον [[πατέρα]] μου, [[κάνω]] [[κάτι]] όπως αυτός.
}}
}}