Anonymous

παυσανίας: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_19)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παυσᾰνίας''': -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ [[λυσανίας]], Σοφ. Ἀποσπ. 765.
|lstext='''παυσᾰνίας''': -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ [[λυσανίας]], Σοφ. Ἀποσπ. 765.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει, σταματάει τη [[λύπη]], που ανακουφίζει τη [[θλίψη]] («[[παυσανίας]] κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀνία]], <b>πρβλ.</b> <i>λυσ</i>-<i>ανίας</i>].
}}
}}