Anonymous

πατροτυψία: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_11)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατροτυψία''': ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46.
|lstext='''πατροτυψία''': ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πατροτύπτης]]<br />το να χτυπά, να δέρνει [[κάποιος]] τον [[πατέρα]] του.
}}
}}