Anonymous

παῦλα: Difference between revisions

From LSJ
1,317 bytes added ,  29 September 2017
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> cessation, repos ; fin;<br /><b>2</b> action <i>ou</i> moyen de faire cesser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> cessation, repos ; fin;<br /><b>2</b> action <i>ou</i> moyen de faire cesser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
}}
{{grml
|mltxt=η / παῡλα, ΝΑ<br />[[παύση]], [[κατάπαυση]], [[τέλος]], [[σταμάτημα]], [[διακοπή]] («παῡλα κακῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημείο]] στίξεως, αλλ. [[κεραία]] (—), με το οποίο σημαίνεται [[διακοπή]] της [[σειράς]] του λόγου, προκειμένου να παρεμβληθεί μια [[αυτοτελής]] ή παρενθετική [[φράση]] ή [[πρόταση]], η οποία μπορεί να τεθεί και [[μεταξύ]] δύο κομμάτων ή [[μέσα]] σε [[παρένθεση]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> η [[παύση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τελεία]] και [[παύλα]]» — λέγεται για [[δήλωση]] οριστικού τερματισμού και παραίτησης από [[κάθε]] [[περαιτέρω]] [[ενέργεια]] ή [[συζήτηση]] για ένα [[θέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυ</i>- του [[παύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λ</i>-<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρώγ</i>-<i>λ</i>-<i>η</i>)].
}}
}}