Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεζικός: Difference between revisions

From LSJ
1,757 bytes added ,  29 September 2017
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’infanterie ; τὸ πεζικόν XÉN infanterie ; τὰ πεζικά XÉN les exercices de l’infanterie;<br /><b>2</b> qui concerne une armée de terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’infanterie ; τὸ πεζικόν XÉN infanterie ; τὰ πεζικά XÉN les exercices de l’infanterie;<br /><b>2</b> qui concerne une armée de terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, ΝΜΑ [[πεζός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική [[δύναμη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεζικό</i>(<i>ν</i>)<br />μάχιμο [[σώμα]] του στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι χερσαίες δυνάμεις, σε [[αντιδιαστολή]] με τις ναυτικές, οι οποίες αποτελούνταν από [[βαριά]] οπλισμένους άνδρες, τους λεγόμενους οπλίτες που έφεραν [[κυρίως]] [[δόρυ]] και [[ασπίδα]] [[αλλά]] και [[ξίφος]], [[καθώς]] και από ελαφρότερα οπλισμένους, τους ονομαζόμενους ψιλούς ή γυμνούς ή γυμνήτες, και οι οποίοι μάχονταν σε πυκνή [[τάξη]], [[δηλαδή]] [[κατά]] [[φάλαγγα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παριστάνει κάποιον πεζοπορούντα σε [[αντιδιαστολή]] με τον έφιππο («πεζικὴ [[εἰκών]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πεζικά</i><br />οι κινήσεις, οι ελιγμοί των πεζών<br /><b>4.</b> <b>λογοτ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζό λόγο, την [[πεζογραφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πεζικῶς]] ΜΑ<br />πεζή, με τα πόδια.
}}
}}