Anonymous

πεδιακός: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de plaine ; [[οἱ]] Πεδιακοί les habitants de la plaine, en Attique.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]].
|btext=ή, όν :<br />de plaine ; [[οἱ]] Πεδιακοί les habitants de la plaine, en Attique.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεδίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεδίο]], δηλ. στην [[πεδιάδα]], ή αυτός που γίνεται στην [[πεδιάδα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πεδιακόν</i><br />[[βιβλίο]] απογραφής τών αγρών<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Πεδιακοί</i><br />οι κάτοικοι της πεδινής Αττικής οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη [[πολιτική]] [[παράταξη]] που αντετίθετο στον Πεισίστρατο, αλλ. [[Πεδιείς]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πεδιακά</i><br />οι πεδινές εκτάσεις της Αττικής.
}}
}}