Anonymous

παχύχυμος: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχύχῠμος''': -ον, ὁ ἔχων παχεῖς χυμούς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 52, κτλ.
|lstext='''πᾰχύχῠμος''': -ον, ὁ ἔχων παχεῖς χυμούς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 52, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χυμός]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>χυμος</i>)].
}}
}}