3,270,824
edits
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελεκητός''': -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6. | |lstext='''πελεκητός''': -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πελεκητός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πελεκώ]]<br />αυτός που [[είναι]] επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λίθους και μάρμαρα) [[λαξευτός]]. | |||
}} | }} |