Anonymous

πέλμα: Difference between revisions

From LSJ
2,101 bytes added ,  29 September 2017
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />plante des pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πέλω]].
|btext=ατος (τό) :<br />plante des pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πέλω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[κάτω]] στηρικτική [[επιφάνεια]] [[κάθε]] ποδιού που εκτείνεται από την [[πτέρνα]] ώς τα δάκτυλα, η [[πατούσα]] («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] του υποδήματος, η [[σόλα]] («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν ὑποδημάτων ἐμβάλλοντας γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικοδ.)</b> η [[βάση]] μιας κολόνας κατασκευασμένης από οπλισμένο [[σκυρόδεμα]], αλλ. πέδιλο<br /><b>2.</b> [[πλάκα]] με την οποία εδράζεται στο [[δάπεδο]] μια [[μηχανή]]<br /><b>3.</b> [[εσωτερικός]] [[πάτος]] που μπαίνει σε [[υπόδημα]]<br /><b>4.</b> η [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού ή της οπλής τών ζώων<br /><b>5.</b> μεταλλικό [[στέλεχος]] που μοιάζει με το [[πέλμα]] του ποδιού ανθρώπου και χρησιμεύει για χειρισμό ενός μοχλού με το [[πόδι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[κονίστρα]] ή η [[πλατεία]] του ιπποδρόμου ή του αμφιθεάτρου<br /><b>2.</b> [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέλ</i>-<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέρ</i>-<i>μα</i>, [[έρμα]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- «[[περιτυλίγω]], [[περικαλύπτω]]» και συνδέεται με: αγγλοσαξ. <i>filmen</i>, λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]» (με [[επίθημα]] -<i>η</i>-), αρχ. ισλδ. <i>fjall</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fel</i>, -<i>lles</i>. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πέλτη]]].
}}
}}