Anonymous

περάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut traverser, guéable.<br />'''Étymologie:''' [[περάω]]¹.
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut traverser, guéable.<br />'''Étymologie:''' [[περάω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[πέρασις]]<br /><b>1.</b> αυτός [[μέσα]] από τον οποίο μπορεί να περάσει [[κάποιος]], ο [[διαβατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διάβαση]], στο [[πέρασμα]].
}}
}}