Anonymous

περιαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ajuster tout autour : τινί [[τι]] PLUT une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἁρμόζω]].
|btext=ajuster tout autour : τινί [[τι]] PLUT une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἁρμόζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε [[λεπίδα]] χαλκῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαρμόζομαι</i><br />[[φορώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) [[είμαι]] προσαρτημένος [[πάνω]] σε [[κάτι]] («περὶ ὃ δὲ τοῡτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}