Anonymous

πέραν: Difference between revisions

From LSJ
3,149 bytes added ,  29 September 2017
31
(strοng)
(31)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[apparently]] accusative [[case]] of an [[obsolete]] derivative of peiro (to "[[pierce]]"); [[through]] (as adverb or preposition), i.e. [[across]]: [[beyond]], [[farther]] ([[other]]) [[side]], [[over]].
|strgr=[[apparently]] accusative [[case]] of an [[obsolete]] derivative of peiro (to "[[pierce]]"); [[through]] (as adverb or preposition), i.e. [[across]]: [[beyond]], [[farther]] ([[other]]) [[side]], [[over]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />(επικ. και ιων. τ. [[πέρην]]) <b>επίρρ.</b> (ως τοπ.)<br /><b>1.</b> στο [[απέναντι]] ή στο αντίθετο [[μέρος]], στην [[απέναντι]] [[πλευρά]], [[αντίπερα]] κάποιου («[[πέραν]] τοῡ Ἑλλησπόντου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> πιο [[πέρα]] από [[κάτι]], [[επέκεινα]] («ἐπήλθε [[πέραν]] τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, [[ὅπου]] ἦν [[κήπος]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μακριά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> περισσότερο από [[κάτι]], επί [[πλέον]] («[[πέραν]] τούτου δεν [[γνωρίζω]] [[τίποτε]] [[άλλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πέραν]] τοῡ μέτρου» — υπερβολικά, υπέρμετρα<br /><b>4.</b> (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) <i>το Πέραν</i><br />[[ονομασία]] μεγάλου τμήματος της Κωνσταντινούπολης που βρίσκεται [[πέρα]] από τη βορειοανατολική [[ακτή]] του Κερατίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ρ. κινήσεως σημαντικό και ακολουθούμενο από την [[πρόθεση]] <i>εἰς</i>) α) με [[κατεύθυνση]] [[τόπο]] που βρίσκεται στο [[απέναντι]] [[μέρος]] («[[πέραν]] εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) διά μέσου ενός τόπου [[προς]] ένα [[μέρος]] που κείται [[απέναντι]] («διαπλεύσαντες [[πέραν]] τῆς Ἀκαρνανίας εἰς Οἰνιάδας» <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[απέναντι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[κατευθείαν]] [[μέσα]] από [[κάτι]], ίσα [[πέρα]] («καῡσις [ἔστω] μὴ [[πέρην]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ [[πέραν]]<br />[[τόπος]] που κείται στην [[απέναντι]] [[πλευρά]], όχθη<br /><b>5.</b> (με αρθρ. θηλ. ως ουσ.) <i>ἡ [[πέραν]]<br />(ενν. <i>γη</i>) η [[χώρα]] που βρίσκεται [[αμέσως]] [[μετά]] τα [[σύνορα]]<br /><b>6.</b> (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ [[πέρα]]<br />αυτά που βρίσκονται ή συμβαίνουν στην [[απέναντι]] [[πλευρά]] ή όχθη<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[πέραν]]<br />ο [[αντικρινός]], αυτός που βρίσκεται στο [[απέναντι]] [[μέρος]]<br /><b>8.</b> <i>oἱ [[πέραν]]<br />(ενν. <i>ἄνθρωποι</i>) οι άνθρωποι που ζουν ή βρίσκονται στον [[απέναντι]] [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πέρα]].
}}
}}