Anonymous

πενταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />cinq fois aussi grand, quintuple.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], -πλασιος.
|btext=α, ον :<br />cinq fois aussi grand, quintuple.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], -πλασιος.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πενταπλάσιος]], -ία, -ον και ιων. τ. [[πενταπλήσιος]], -ίη, -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] [[πέντε]] φορές [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος από [[κάτι]] [[άλλο]] που λαμβάνεται ως [[μονάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πενταπλάσιο</i><br />[[ποσότητα]] [[πέντε]] φορές μεγαλύτερη από μια [[άλλη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταπλασίως</i> ΝΑ<br />σε πενταπλάσια [[ποσότητα]], ή [[ένταση]] ή σε πενταπλάσιο [[μέγεθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]].
}}
}}