Anonymous

περιάμφοδος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιάμφοδος''': -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[διάλαυρος]]: «[[διάλαυρος]]· [[οἰκία]] [[μεγάλη]] [[πανταχόθεν]] λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη [[περιάμφοδος]]».
|lstext='''περιάμφοδος''': -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[διάλαυρος]]: «[[διάλαυρος]]· [[οἰκία]] [[μεγάλη]] [[πανταχόθεν]] λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη [[περιάμφοδος]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους [[προς]] όλα τα μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμφοδος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»].
}}
}}