Anonymous

πεπεισμένως: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπεισμένως''': Ἐπίρρ., [[πεποιθότως]], [[μετὰ]] πεποιθήσεως, εὐθαρσῶς, [[μετὰ]] θάρρους, Στράβ. 696, Διογ. Λ. 4. 56.
|lstext='''πεπεισμένως''': Ἐπίρρ., [[πεποιθότως]], [[μετὰ]] πεποιθήσεως, εὐθαρσῶς, [[μετὰ]] θάρρους, Στράβ. 696, Διογ. Λ. 4. 56.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>2.</b> εκ πεποιθήσεως («[[ὑπήκοον]] αὐτὸν κατασκευάζειν μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ [[πεπεισμένως]]», Ιάμβλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπεισμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[πείθω]].
}}
}}