Anonymous

περιηγής: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se développe autour, qui entoure;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> rond, circulaire (anneau, lac, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[περιαγής]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se développe autour, qui entoure;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> rond, circulaire (anneau, lac, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[περιαγής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] [[γύρω]] («Κυκλάδας περιηγέας» — τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], [[καμπύλος]] (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ.<br />β. «περιηγεῑς ἁψῑδες», Απολλ. Ρόδ.<br />γ. «περιηγὲς [[τόξον]]», Διον. Περ.)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλει [[κάτι]], που απλώνεται [[γύρω]] από [[κάτι]] («μονίῃ περιηγέϊ χαίρων» — [[ευχαριστημένος]] με την [[ερημιά]] που απλωνόταν [[γύρω]] του)<br /><b>4.</b> αυτός που ακολουθεί κυκλοτερή [[κίνηση]] («περιηγὴς Ἑλίκη», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)].
}}
}}