3,277,243
edits
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίλευκος''': -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. [[ἱμάτιον]]), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. [[περίνησος]]. | |lstext='''περίλευκος''': -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. [[ἱμάτιον]]), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. [[περίνησος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[λευκός]], που έχει [[λευκό]] [[περιθώριο]], ἡ αυτός που [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[πάλλευκος]], [[κάτασπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίλευκος]]<br />[[είδος]] αχάτη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίλευκον</i><br />[[ιμάτιο]] με λευκή [[παρυφή]]. | |||
}} | }} |