3,277,218
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui tombe sur <i>ou</i> autour : ἀμφὶ μέσσῃ SOPH s’étant jeté sur elle et la tenant enlacée ; <i>fig.</i> γίγνεσθαι περιπετῆ τινι PLUT venir à tomber dans un malheur <i>ou</i> un danger ; περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ PLUT faire tomber qqn entre ses mains;<br /><b>2</b> qui tombe dans qch qui entoure : [[περιπετής]] πέπλοισι ESCHL enveloppée de ses voiles;<br /><b>3</b> qui tombe sur <i>ou</i> qui se heurte à une chose circulaire (palissade, <i>etc.</i>) τινι;<br /><b>4</b> qui tombe par revirement, <i>càd</i> qui se produit par un retour soudain;<br /><b>II.</b> sur quoi l’on se jette <i>en parl. d’une arme qui s’enfonce dans le corps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui tombe sur <i>ou</i> autour : ἀμφὶ μέσσῃ SOPH s’étant jeté sur elle et la tenant enlacée ; <i>fig.</i> γίγνεσθαι περιπετῆ τινι PLUT venir à tomber dans un malheur <i>ou</i> un danger ; περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ PLUT faire tomber qqn entre ses mains;<br /><b>2</b> qui tombe dans qch qui entoure : [[περιπετής]] πέπλοισι ESCHL enveloppée de ses voiles;<br /><b>3</b> qui tombe sur <i>ou</i> qui se heurte à une chose circulaire (palissade, <i>etc.</i>) τινι;<br /><b>4</b> qui tombe par revirement, <i>càd</i> qui se produit par un retour soudain;<br /><b>II.</b> sur quoi l’on se jette <i>en parl. d’une arme qui s’enfonce dans le corps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[πάνω]] σε κάποιον και τον καλύπτει [[ολόγυρα]] με το [[σώμα]] του, αυτός που περιβάλλει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που περιπίπτει σε μια [[κατάσταση]] και [[ιδίως]] στη [[δυστυχία]] («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για την ανθρώπινη [[τύχη]]) αυτός που μεταβάλλεται αιφνίδια και, [[ιδίως]], από το καλό στο [[κακό]] («[[ἐπειδὴ]] περιπετεῑς ἔχεις τύχας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καλυμμένος [[ολόγυρα]] («ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῑν [[ἀέρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξίφος]] περιπετές»<br />(στον <b>Αισχύλ.</b>) το [[ξίφος]] [[γύρω]] από το οποίο έπεσε ο [[Αίας]]<br />β) «αὐτὸς ἐμαυτῷ περιπετὴς [[γίγνομαι]]» — [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της πτώσης μου, της καταστροφής μου<br />δ) «[[περιπετής]] [[εἰμί]] τινι» — εμπλέκομαι, έχω την [[ατυχία]] να εμπλακώ σε μια [[κατάσταση]]<br />ε) «περιπετῆ ποιῶ τινα ἐμαυτῷ» — [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριό μου<br />στ) «περιπετὴς τῇ αἰτίᾳ [[γίγνομαι]]» — θεωρούμαι [[υπαίτιος]] κακού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (θ. <i>πετ</i>- του [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πετής</i>]. | |||
}} | }} |