Anonymous

περιπλοκή: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />enlacement, embrassement.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />enlacement, embrassement.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιπλέκω]], [[πλέξιμο]], [[συστροφή]] («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ [[κιττός]]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλοκή]] σε δυσχέρειες, [[μπλέξιμο]] (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απροσδόκητο [[εμπόδιο]] («[[περιπλοκή]] της υπόθεσης»)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επιπλοκή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]] («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς [[περιπλοκάς]] τους», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιτύλιξη]], [[περιέλιξη]] («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῡτο τὸ [[δένδρον]] ταῑς περιπλοκαῑς», Αχ. Τάτ.)<br /><b>2.</b> (στον Επίκουρο, για τα άτομα) [[σύμπλεξη]], [[σύμμιξη]], [[συνένωση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εμπλοκή]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του λόγου, [[σύγχυση]] στην [[ανάπτυξη]] επιχειρημάτων<br />β) το να εκφράζεται [[κανείς]] με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας [[εἶπον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ένωση]].
}}
}}