Anonymous

περίρρους: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρέχεται από [[παντού]], [[περίρρυτος]], περιβρεχόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει, που κυλά [[ολόγυρα]], από όλα τα μέρη, που περιβρέχει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίρρους]]<br />α) η [[περιρροή]]<br />β) [[διάρροια]], [[υδαρής]] [[αποπάτηση]], [[περίρροια]].
}}
}}