Anonymous

περιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(32)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perirrepis
|Transliteration C=perirrepis
|Beta Code=perirreph/s
|Beta Code=perirreph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">falling over on one side</b>, opp. <b class="b3">ἰσόρροπος</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>50</span>; <b class="b3">αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει</b> <b class="b2">cause</b> the organs <b class="b2">to press</b> on the bladder, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Ren.Ves.</span>11</span>.</span>
|Definition=περιρρεπές, [[falling over on one side]], opp. [[ἰσόρροπος]], Hp.''Art.''50; <b class="b3">αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει</b> [[cause]] the organs [[to press]] on the bladder, Ruf.''Ren.Ves.''11.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[περιρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], αυτός που με την [[κλίση]] του ασκεί [[πίεση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῑς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).
|mltxt=-ές, Α [[περιρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], αυτός που με την [[κλίση]] του ασκεί [[πίεση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).
}}
{{elnl
|elnltext=περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, ἀλλ’ ἰσόρροπον opdat de huid rond de ribben niet omkrult, maar gelijkmatig blijft Hp. Art. 50.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich auf eine [[Seite]] [[neigend]]</i>, Sp.
}}
}}