Anonymous

περίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entrelacé, enlacé.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
|btext=ος, ον :<br />entrelacé, enlacé.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περιπλέκω]]<br />(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾱσαι ἐς ἕν [[μέλος]] ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
}}