περισχίζω: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=fendre <i>ou</i> déchirer tout autour : ἐσθῆτα PLUT un vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχίζομαι se séparer, se diviser : χῶρον HDT autour d’un pays, d’un territoire <i>en parl. d’un fleuve qui se divise en deux bras ; p. ext.</i> se séparer, se partager.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σχίζω]].
|btext=fendre <i>ou</i> déchirer tout autour : ἐσθῆτα PLUT un vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχίζομαι se séparer, se diviser : χῶρον HDT autour d’un pays, d’un territoire <i>en parl. d’un fleuve qui se divise en deux bras ; p. ext.</i> se séparer, se partager.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[ξεσκίζω]]<br /><b>2.</b> [[σπάζω]] και [[ανοίγω]], [[διαρρηγνύω]]<br /><b>3.</b> [[τεμαχίζω]], [[κάνω]] κομμάτια<br /><b>4.</b> [[απομακρύνω]] τον νου, [[διασπώ]] την [[προσοχή]]<br /><b>5.</b> [[απογυμνώνω]] κάποιον από όλα τα ρούχα<br /><b>6.</b> [[αποσπώ]] τραβώντας ή σχίζοντας<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>περισχίζομαι</i><br />α) (για ποταμό) χωρίζομαι στα δύο [[γύρω]] από ένα [[μέρος]] και ρέω στις πλευρές του<br />β) (για [[πλήθος]] ανθρώπων) διαχωρίζομαι και [[βαδίζω]] [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις<br />γ) (για φως και ήχο) διαχωρίζομαι και κατευθύνομαι [[προς]] όλες τις διευθύνσεις, διαχέομαι, σκεδάζομαι<br />δ) (για [[ρούχο]]) καταξεσκίζομαι<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> διασχίζομαι, χωρίζομαι στη [[μέση]].
}}
}}