Anonymous

περίστυλος: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entouré de colonnes, d’une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ [[περίστυλος]], ἡ [[περίστυλος]] péristyle, galerie <i>ou</i> colonnade autour d’un temple, d’une cour <i>ou</i> d’un édifice en gén.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στῦλος]].
|btext=ος, ον :<br />entouré de colonnes, d’une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ [[περίστυλος]], ἡ [[περίστυλος]] péristyle, galerie <i>ou</i> colonnade autour d’un temple, d’une cour <i>ou</i> d’un édifice en gén.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στῦλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[περίστυλος]], -ον ΝΑ [[στύλος]]<br /><b>1.</b> (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από [[κιονοστοιχία]], [[περίπτερος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περίστυλο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχιτ.</b> [[συγκρότημα]] από [[σειρά]] ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα [[οικοδόμημα]], [[κυρίως]] ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη [[μορφή]] στοάς, αλλ. [[περιστύλιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[περίστυλος]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] ορχεοειδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίστυλος]]<br />[[χώρος]] περιβαλλόμενος από [[κιονοστοιχία]].
}}
}}