3,274,919
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα. | |btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[περισφύριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην [[περιοχή]] τών σφυρών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισφύριο</i>(<i>ν</i>)<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριέται [[πάνω]] σε [[γυμνό]] [[πόδι]], [[γύρω]] από τα σφυρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή [[δέρμα]] που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>σφύριος</i>, <i>παρα</i>-<i>σφύριος</i>)]. | |||
}} | }} |